- επάγγελμα
- Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη για μια αποτελεσματική και εξειδικευμένη παραγωγική απόδοση. Μια συνοπτική έκθεση των χαρακτηριστικών των διαφόρων ε., κατά τον τρόπο που γίνεται συνήθως, μπορεί να υποπέσει στο εύκολο λάθος της αξιολόγησης του ε. από την οικονομικοκοινωνική κατάσταση του ατόμου που το ασκεί· για παράδειγμα, κάποιος ονομάζεται υπάλληλος, κρατικός λειτουργός ή εργάτης της μεταλλουργίας, καθώς αξιολογικό κριτήριό τους είναι οι οικονομικοί όροι (ημερομίσθιο του εργάτη, μισθός του υπαλλήλου) καθώς και η νομική θέση της επιχείρησης (κράτος, ιδιωτική επιχείρηση). Για να γίνει όμως μια σωστή στατιστική εκτίμηση πρέπει κάποιος να καταφύγει σε μια ακριβή τεχνολογική περιγραφή της επαγγελματικής δραστηριότητας. Με την άποψη αυτή –που εκφράζει, από τη μία πλευρά, τη φύση της προσπάθειας που καταβάλλεται και, από την άλλη, τον σκοπό στον οποίο κατευθύνεται η προσπάθεια αυτή– συνδέεται και η παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα στα ε. και στις τέχνες. Αυτός ο καθορισμός είναι ανεπαρκής για να χαρακτηρίσει τον πραγματικό ρόλο ενός ε. στον χώρο της οικονομίας, είναι, ωστόσο, αρωγός στην κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης της έννοιας του ε.
Στην αρχαιότητα, τα διάφορα ε. βασίζονταν στην κλίση του ατόμου. Στην αρχαία Ελλάδα, ο δικηγόρος που υπερασπιζόταν μια υπόθεση ήταν συχνά ο φίλος του κατηγορούμενου, ο γιατρός ήταν ένας δούλος εμπιστοσύνης που είχε καλλιεργήσει για δικό του λογαριασμό ποικίλου περιεχομένου επιστημονικές και θεραπευτικές γνώσεις· το ίδιο και ο επιστάτης, ο διαχειριστής, ο αρχιτέκτονας –συνήθως απελεύθεροι ή μισθωτοί– διάλεγαν αυτά τα ε. από οικογενειακή παράδοση ή από την προσωπική τους προτίμηση.
Κατά τον Μεσαίωνα, οι κυριότερες παραγωγικές δραστηριότητες αναπτύσσονταν αρχικά από τον οργανωμένο κλήρο (κοινόβια, μοναστήρια) και από τις συντεχνίες των χειροτεχνών που δημιουργήθηκαν γύρω στο φέουδο. Πολύ γρήγορα, εμφανίστηκαν τα πανεπιστήμια (συντεχνίες καθηγητών και σπουδαστών) που, στα πλαίσια της θρησκευτικής εκπαίδευσης, επόπτευαν τη διδασκαλία και την πρακτική των επιστημών· οι επιστήμες διακρίνονταν αυστηρά μεταξύ τους, ανάλογα με τις διάφορες σχολές που ήταν στο σύνολό τους εξαρτημένες από τις τρεις κύριες: τη θεολογική, τη νομική και την ιατρική. Συχνά, η πανεπιστημιακή εκπαίδευση για μια επαγγελματική σταδιοδρομία εξελισσόταν στα πλαίσια των θρησκευτικών ταγμάτων. Εδώ οπωσδήποτε βρίσκονται οι απαρχές της διαμόρφωσης των αρμοδιοτήτων και του ρόλου του ε. Στην περίοδο της Αναγέννησης, με την απαλλαγή της εκπαίδευσης από την κηδεμονία του κλήρου, τα ε. απέκτησαν ανεξάρτητο χαρακτήρα και συγκροτήθηκαν οι λαϊκές συντεχνίες των δικηγόρων, των γιατρών, των φαρμακοποιών, των εκπαιδευτικών, με τα καθήκοντα και τα προνόμιά τους. Μετά τον 17o αι., η διαδικασία της συμμόρφωσης της επαγγελματικής δραστηριότητας προς τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού αποτέλεσε ένα γεγονός αρκετά γενικευμένο, και τα διάφορα επαγγελματικά καταστατικά ρύθμιζαν τις εσωτερικές και εξωτερικές σχέσεις των μελών τους. Ωστόσο, η αναγνώριση των ε. από το κράτος ακολούθησε μία πορεία αρκετά αργή μέχρι τα μέσα του 19ου αι., ιδιαίτερα των νέων ε. που εμφανίζονται με την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Η σημερινή κοινωνία φαίνεται ότι είναι ουσιαστικά διαρθρωμένη πάνω στη βάση της άσκησης των ε. Αναγνωρίζεται στο ε. η αρχή και το χαρακτηριστικό κλίσης που είναι σύμφυτη με αυτό, η τελευταία όμως, με την έννοια της πρώτης φάσης μιας απαραίτητης πρακτικής και θεωρητικής μαθητείας για την πλήρη διαμόρφωση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του ε. Άμεσα συνυφασμένη με τη μαθητεία και την τελική φάση της είναι η άδεια και το επαγγελματικό δίπλωμα που παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης του ε. σε καθορισμένη περιοχή. Στις χώρες όπου ο μηχανισμός της σχολικής παιδείας ελέγχεται αποκλειστικά από το κράτος υπάρχουν πάγιοι κανόνες για τα επαγγελματικά διπλώματα, που η ισχύς τους εξαρτάται τελικά από τις κρατικές εξετάσεις. Στις χώρες όπου τα πανεπιστήμια είναι ανεξάρτητα, οι κανονισμοί απονομής των διπλωμάτων προβλέπουν προηγούμενη έγκρισή τους από τους εκπροσώπους του κράτους. Τα διπλώματα νομικής και ιατρικής, οι οποίες θεωρούνται δραστηριότητες δημόσιες, υπάγονται παντού στον κρατικό έλεγχο. Ο ρόλος του ε. εκτός από τον κρατικό μηχανισμό καθορίζεται και κηδεμονεύεται από τις επαγγελματικές ενώσεις που ιδρύθηκαν για να εξασφαλίζουν την ηθική και τεχνική υποστήριξη των υπηρεσιών που προσφέρουν τα μέλη τους. Οι ενώσεις αυτές, με τη συγκρότηση των καταστατικών και των επαγγελματικών μητρώων (η εγγραφή σε αυτά έγινε υποχρεωτική), αντιπροσωπεύουν απέναντι στην κοινή γνώμη τους πραγματικούς φρουρούς της επαγγελματικής ηθικής. Η τελευταία καθορίζει ότι η σχέση ανάμεσα στον επαγγελματία και στον πελάτη πρέπει να χαρακτηρίζεται από τον σεβασμό του αμοιβαίου συμφέροντος. Η εμπιστοσύνη του πελάτη (ή του αρρώστου) δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προδίδεται και είναι αναγκαίο ο επαγγελματίας να ανταποκρίνεται όσο γίνεται καλύτερα στις προσδοκίες του πελάτη. Το πρόβλημα της σχέσης αυτής μπορεί να εμφανιστεί όταν το συμφέρον του πελάτη έρχεται σε αντίθεση με το συμφέρον της κοινωνίας· πρόκειται τότε για περιπτώσεις συνείδησης. Οι ενώσεις επαγγελματιών δεσμεύουν τα μέλη τους με ακριβείς κώδικες εκλογής και αποφάσεων, στους οποίους καθιερώνεται η απαίτηση να αποσαφηνίζονται τα προβλήματα που ανακύπτουν από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ενώ η προστασία των μελών από τα σωματεία τους φτάνει μέχρι το σημείο να καταδιώξει όποιον ασκεί αυθαίρετα ένα ε. (αδίκημα παράνομης άσκησης του ε.), οι κυρώσεις προς τους ενόχους ή ανίκανους επαγγελματίες μπορεί να κλιμακωθούν από την επίπληξη μέχρι τη διαγραφή από το επαγγελματικό μητρώο (και συνεπώς την απαγόρευση άσκησης του ε.). Η διαφορά ανάμεσα στις εσωτερικές κυρώσεις που επιβάλλει η αρμόδια επαγγελματική ένωση και στις κυρώσεις που επιβάλλει ο νόμος έγκειται στο ότι στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για ένα ειδικό και εξατομικευμένο μέτρο, ενώ στη δεύτερη για ένα κοινωνικό μέτρο. Ο ιατρικός κώδικας, που συνέταξε ο Ιπποκράτης, μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως το πιο αρχαίο υπόδειγμα κώδικα επαγγελματικής ηθικής. Αργότερα, οι εμπορικές και οι άλλες μεσαιωνικές συντεχνίες καθόρισαν, η καθεμία στον τομέα της, κανόνες συμπεριφοράς εμπνευσμένους από τον σεβασμό του ε. Η διατύπωση των κανόνων αυτών αποτέλεσε τον δείκτη διαμόρφωσης της επαγγελματικής πείρας ως ατομικού και ομαδικού γεγονότος. Από εδώ ακριβώς προέκυψε η ανάγκη της επεξεργασίας συστημάτων ταξινόμησης των ε. και η χρησιμότητα της οργάνωσης σε επαγγελματικές ομάδες (συνδικάτα, συνεταιρισμοί, σωματεία) των μελών που ανήκουν σε μια καθορισμένη παραγωγική δραστηριότητα. Η ταξινόμηση αυτή, κάτι περισσότερο από μια αόριστη διάκριση ανάμεσα στη χειρωνακτική και στη διανοητική εργασία (που τα όριά τους είναι σήμερα ιδιαίτερα δύσκολα να καθοριστούν), χρησιμεύει σε μια σωστή αλλά και αναγκαία εκτίμηση της εργασιακής κατάστασης στην κοινωνία.
Το επάγγελμα του πυροσβέστη απαιτεί συχνά αυτοθυσία(φωτ. ΑΠΕ).
Ο επαγγελματίας δύσης αντιμετωπίζει παθήσεις που προκαλούνται λόγω της εργασίας τους σε μεγάλα βάθη (φωτ. ΑΠΕ).
Συντεχνία Ολλανδών εμπόρων, σε πίνακα του Κορνέλις Άντονιζ, του 16ου αι. (Πινακοθήκη του Άμστερνταμ).
* * *το (AM ἐπάγγελμα) [επαγγέλλομαι]βιοποριστική εργασία («το επάγγελμα τού δικηγόρου»)νεοελλ.φρ.1. «ελευθέρια ή ελεύθερα επαγγέλματα» — αυτά που δεν ανήκουν στην εξαρτημένη εργασία, που ασκούνται από επιστήμονες ή επαγγελματίες που δεν ανήκουν στον υπαλληλικό κλάδο2. «εξ επαγγέλματος»α) (για δικαστή) από δική του πρωτοβουλία, από επαγγελματική υποχρέωση, αυτεπάγγελτα, χωρίς μήνυση κάποιουβ) (γι' αυτόν που θεωρεί έργο του να κάνει κάτι) από μακρόχρονη άσκηση και συνήθειαμσν.1. καλή αγγελία («ἐνεφύης δὲ γαστρί, φέρων αὐτοῑς τὸ ἐπάγγελμα», Μηναία)2. προσταγήαρχ.1. επαγγελία, υπόσχεση («τοῡτό ἐστιν, ἔφη... τὸ ἐπάγγελμα, ὅ ἐπαγγέλλομαι», Πλάτ.)2. το θέμα μιας πραγματείας3. ἐπαγγέλματασύνοδος, εκκλησία, συνέλευση τών Ρωμαίων πολιτών4. η διαφημιζόμενη ιαματική ιδιότητα ενός φαρμάκου.
Dictionary of Greek. 2013.